ὑαλώδης

ὑαλώδης
ὑᾰλ-ώδης, ες,
A = ὑαλοειδής, of urine, Hp.Coac.146;

χυμός Praxag.

ap. Gal.6.509; of persons born on Sunday, prob. green, Anatolius in Cat.Cod.Astr. 8(3).188; [full] ὑελώδης, Dsc.3.82 (as v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑαλώδης — green masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑαλώδης green masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὑαλώδης green masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υαλώδης — ες / ὑαλώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και ὑελώδης, ῶδες, Α [ὕαλος / ὕελος] υαλοειδής νεοελλ. 1. (βοτ. μυκητ.) (σχετικά με δομή ή υφή) άχρωμος και διαφανής 2. φυσ. χημ. άμορφος …   Dictionary of Greek

  • ὑαλώδει — ὑαλώδης green masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑαλώδης green masc/fem/neut dat sg ὑαλώδεϊ , ὑαλώδης green dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλώδη — ὑαλώδης green neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑαλώδης green masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑαλώδης green masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβασάλτης — Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ὑαλῶδες — ὑαλώδης green masc/fem voc sg ὑαλώδης green neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλώδεις — ὑαλώδης green masc/fem acc pl ὑαλώδης green masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλώδεος — ὑαλώδης green masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλώδους — ὑαλώδης green masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”